τόπαρχος

τόπαρχος
ὁ, ἡ, Α
1. τοπάρχης
2. φρ. «γυνὴ τόπαρχος» — οικοδέσποινα (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -αρχος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τόπαρχος — ruling over a place masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπάρχου — τόπαρχος ruling over a place masc/fem gen sg τοπάρχης governor of a district masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπάρχων — τόπαρχος ruling over a place masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπάρχῳ — τόπαρχος ruling over a place masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεσφόρος — I Μυθικός δαίμονας του κύκλου του Ασκληπιού. Bωμός αφιερωμένος σε αυτόν υπήρχε στην Πέργαμο και ένα άγαλμά του στον ιερό περίβολο του Ασκληπιού, μέσα στον ναό της Υγείας. Παριστανόταν με τη μορφή μικρού παιδιού, με ρούχα που κάλυπταν όλο του το… …   Dictionary of Greek

  • τοποκράτωρ — ορος, ὁ Α ο τόπαρχος*, αυτός που κατέχει την εξουσία σε έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + κράτωρ (< κρατῶ, βλ. λ. αυτοκράτορας), πρβλ. πλουτο κράτωρ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”